κάσιν

κάσιν
κάσις
brother
masc/fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κάσιν, Ντάνιιλ Νίκιτιτς — (Daniil Nikitich Kashin, Μόσχα 1769 – 1841). Ρώσος συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας και πιανίστας. Αρχικά επιβλήθηκε ως εξαίρετος διευθυντής ορχήστρας και δεξιοτέχνης του πιάνου, προκαλώντας το ενδιαφέρον του κοινού. Το συνθετικό του έργο συνδέεται …   Dictionary of Greek

  • τριακάσιν — τριᾱκάσιν , τριακάς the number thirty fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”